-
1 λιμην
1) порт, гавань, пристань(λιμένες - νεῶν ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT.)
2) убежище, пристанище(ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.)
3) место сбора, средоточие(παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.)
1 λιμην
(λιμένες - νεῶν ὄχοι Hom.; λ. ὑπάρχων πρὸς παραχειμασίαν NT.)
(ἑταιρείας λ. Soph.; λ. κακῶν Aesch.; χείματος Eur.)
(παντὸς οἰωνοῦ Soph.; πλούτου Aesch.)